χολολιθικός

χολολιθικός
-ή, -ό, Ν [χολόλιθος]
1. ο σχετικός με τους χολόλιθους
2. αυτός που πάσχει από χολολιθίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χολολιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χολόλιθους ή στη χολολιθίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”